σκούντημα

σκούντημα
τό
1) толчок; 2) подталкивание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σκούντημα" в других словарях:

  • σκούντημα — το, Ν [σκουντώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκουντώ, η μετατόπιση με ισχυρή πίεση, σπρώξιμο («καθώς εχιόνιζε από το σκούντημα τής μυγδαλιάς ο αέρας», Ελύτης) 2. μτφ. ενθάρρυνση, παρότρυνση ή πίεση σε κάποιον για να πράξει κάτι… …   Dictionary of Greek

  • σκούντημα — το 1. σπρώξιμο: Θέλει λίγο σκούντημα, για να τεθεί σε κίνηση αυτό το εκκρεμές. 2. παρότρυνση: Χρειάζεται συνεχώς σκούντημα για να δουλεύει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκουντηχτός — ή, ό, Ν [σκουντώ] αυτός που γίνεται με σκούντημα. επίρρ... σκουντηχτά Ν με σκούντημα …   Dictionary of Greek

  • σπρώξιμο — το 1.σπρωξιά, σκούντημα: Με σπρωξίματα άνοιξε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος. 2. παρακίνηση: Χρειάζεται λίγο σπρώξιμο για να μελετήσει τα μαθήματά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»